Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΣΣΑ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ...

2013-07-21 16:13

Αν είναι αλήθεια αυτό που λέει η Ψυχολογία ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου διαμορφώνεται τα πρώτα χρόνια της ζωής του, τότε ένα μεγάλο κομμάτι της  δικής  μου προσωπικότητας οφείλεται στη γιαγιά μου.

Μέχρι τα τρία  χρόνια μου λόγοι οικογενειακοί με έφεραν να μεγαλώσω μαζί της στην Ξάνθη. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄70 η αλήθεια είναι πως η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ήδη μισόν αιώνα μακριά. Ήταν όμως και παρούσα, όχι μόνο επειδή ο τόπος που είδε το φως και μεγάλωσε ο κάθε άνθρωπος δεν ξεχνιέται, όχι μόνο επειδή αυτός ο συγκεκριμένος τόπος είχε βαφτεί με το αίμα των πιο προσφιλών ανθρώπων, αλλά και γιατί οι τυχεροί που επέζησαν της καταστροφής είχαν κάνει σκοπό της ζωής τους όλα αυτά να μην ξεχαστούν αλλά, αντίθετα, να μεταλαμπαδευτούν στα παιδιά και στα εγγόνια τους.

Ζούσαμε λοιπόν σαν μικρασιάτες. Είναι αλήθεια πως το προσφυγικό στοιχείο κυριαρχούσε. Όπως κυριαρχούσε το ταπεραμέντο και η σπιρτάδα της γιαγιάς μου, ο παππούς δεν μπορούσε να την ανταγωνισθεί. Έπρεπε συνεχώς να υποχωρεί. Ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσες φορές την άκουγα να τραγουδά αυτό εδώ το τραγούδι:

Πατρίδα μου γλυκιά

Χαριτωμένη χώρα                                                            .

Για να σε βγάλω από το νου

Ποτέ δεν θα έρθει η ώρα

Σαν άστρο γλυκοφωτιστό

Θα λάμπεις στην ψυχή μου

Παρηγοριά στην Θλίψη μου

Και ελπίδα στην ζωή μου.

Δεν έμαθα ποτέ ποιος το έχει γράψει και πότε. Πριν ή μετά την Καταστροφή. Αν γράφτηκε για να υμνήσει την Μικρά Ασία στις δόξες της ή για να την θρηνήσει στον αφανισμό της.

Η ιστορία της επιβίωσης της γιαγιάς μου δεν είναι πολύ διαφορετική από εκείνες των άλλων μικρασιατών της γενιάς της. Μάλιστα οι περιγραφές της φάνταζαν στα μάτια μου τρομακτικές. Σαν εφιαλτικά παραμύθια, σχεδόν εξωπραγματικές. Μπορεί και εγώ να ήθελα να τις θεωρώ εξωπραγματικές επειδή στενοχωριόμουν που η γιαγιά μου είχε ζήσει και υποφέρει όλα αυτά. Κι όμως η ίδια ήταν ευτυχής μόνο και μόνο που ήταν άνθρωπος. « Δεν βαριέσαι, άνθρωπο με 'παν και μένα!» κατέληγαν οι διηγήσεις της.

Όμως εγώ ακόμη και σήμερα το ίδιο αισθάνομαι. Προτιμώ αντί για τις τραγικές στιγμές να θυμάμαι στιγμιότυπα από τις μαγειρικές της.

Πάντα τόνιζε τη διαφορά στη χρήση των υλικών και στις συνταγές ανάμεσα στη μαγειρική της Μικράς Ασίας που ήξερε και εκείνης στην Ελλάδα. Ιδίως όταν έφτιαχνε Ίτς Πιλάφι. Αλλά και κάθε φορά, μα κάθε φορά που μαγείρευε τις επαναλάμβανε ακούραστα.

Το περίεργο είναι πως παρότι κι εγώ τις είχα ακούσει χιλιάδες φορές, παρότι τις ήξερα απέξω κι ανακατωτά, δεν τις βαριόμουν ποτέ.
Όταν έφτιαχνε κεφτέδες, ας πούμε, κι έφτιαχνε συχνά γιατί μου αρέσουν και τους ζητούσα, έλεγε πως απαραίτητα θέλουν ψωμί μπαγιάτικο και μάλιστα αρκετών ημερών, πως το κρεμμύδι δεν πρέπει να είναι τριμμένο σε τρίφτη, αλλά κομμένο με το μαχαίρι σε μικρούς κύβους, πως το τηγάνι πρέπει να είναι βαθύ και το λάδι να έχει κάψει για να κάνει κρούστα. Και δεν τους αλεύρωνε απλώς, αλλά τους τύλιγε σε ένα μίγμα από αλεύρι και σιμιγδάλι για να γίνονται αφράτοι και τραγανοί.

Υποσχέθηκα στη γιαγιά μου να διατηρήσω τις μνήμες της χαμένης πατρίδας της και να τις παραδώσω σε όσους και όπως μπορώ. Αυτό προσπαθώ να κάνω. Και πάντα τη θυμάμαι να λέει: «Οι αναμνήσεις είναι το μόνο μέρος απ’ όπου κανείς δεν μπορεί να μας διώξει!»

 

Χρήστος Τριανταφύλλου